- αποκεφαλίζω
- -ισα, -ίστηκα, -ισμένος, κόβω το κεφάλι ανθρώπου ή ζώου: Σε μερικές χώρες τους καταδικασμένους σε θάνατο τους αποκεφαλίζουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀποκεφαλίζω — behead pres subj act 1st sg ἀποκεφαλίζω behead pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποκεφαλίζω — αποκεφαλίζω, αποκεφάλισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποκεφαλίζω — (AM ἀποκεφαλίζω) κόβω το κεφάλι κάποιου νεοελλ. 1. κόβω το κεφάλι, αφαιρώ την κορυφή («το κόμμα αποκεφαλίστηκε») 2. καταδικάζω σε θάνατο με αποκεφαλισμό … Dictionary of Greek
ἀποκεφαλισθέντα — ἀποκεφαλίζω behead aor part pass neut nom/voc/acc pl ἀποκεφαλίζω behead aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλίξεται — ἀποκεφαλίζω behead aor subj mid 3rd sg (epic doric) ἀποκεφαλίζω behead fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλίσαι — ἀποκεφαλίζω behead aor inf act ἀποκεφαλίσαῑ , ἀποκεφαλίζω behead aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζομένους — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζόμενοι — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλιζόμενος — ἀποκεφαλίζω behead pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκεφαλισθεῖσαι — ἀποκεφαλίζω behead aor part pass fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)